
Ως εκ τούτου, ο αριθμός των Ελλήνων που αδυνατούν να ζήσουν αξιοπρεπώς είναι δυσανάλογα υψηλότερος σε σύγκριση με άλλες χώρες, με την Ελλάδα να καταγράφει, μετά τη Λετονία (78,4%), το υψηλότερο ποσοστό όσων είναι φτωχοί ή οικονομικά ευάλωτοι στον ΟΟΣΑ. Στις ΗΠΑ, οι οποίες εμφανίζουν επίσης υψηλά επίπεδα ανισοτήτων, κυρίως στο εισόδημα και στον πλούτο, το αντίστοιχο ποσοστό διαμορφώνεται στο 55,5%, ενώ στη Δανία, που παρέχει μαζί και με τις υπόλοιπες σκανδιναβικές χώρες σχετικά υψηλότερη ποιότητα ζωής, το ποσοστό αυτό υποχωρεί στο 36,3%. Επίσης, στην Ελλάδα το 67% του πληθυσμού διαθέτει αποταμιεύσεις που δεν υπερβαίνουν το 1/4 του εισοδηματικού ορίου φτώχειας, δηλαδή 983 ευρώ τον χρόνο.
Πάντως, ο ΣΕΒ σημειώνει ότι η Ελλάδα είναι μια από τις ευρωπαϊκές χώρες με τη σχετικά χαμηλότερη ανισοκατανομή πλούτου, μαζί με την Ιταλία, την Πολωνία και τη Σλοβακία. Το πλουσιότερο 10% των νοικοκυριών κατέχει το 42% του καθαρού πλούτου έναντι 52% στον ΟΟΣΑ και 78% στις ΗΠΑ, οι οποίες εμφανίζουν και ένα από τα υψηλότερα ποσοστά. Καθοριστικός παράγων του χαμηλού αυτού ποσοστού της χώρας μας ενδέχεται να είναι, σύμφωνα με τον ΣΕΒ, η απόκτηση από ένα μεγάλο μέρος των Ελλήνων στεγαστικών δανείων τη δεκαετία του 2000, κάτι που οδήγησε σε αύξηση του βιοτικού τους επιπέδου αλλά και στη διεύρυνση της μεσαίας τάξης.
Αξίζει, τέλος, να σημειωθεί ότι τα υψηλά επίπεδα ανισότητας στην Ελλάδα μπορεί να αποδίδονται και σε ορισμένα κοινωνικά φαινόμενα που είναι ιδιαιτέρως έντονα στη χώρα μας. Για παράδειγμα, στην Ελλάδα, ένα μεγάλο ποσοστό εργαζομένων παντρεύεται άτομα ίδιου εισοδηματικού επιπέδου, κάτι που εντάθηκε την περίοδο της κρίσης, αναφέρει ο ΣΕΒ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου