Σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 2 και της παρ. 2 του άρθρου 8 του Α.Ν. 1846/1951, οι αποδοχές που καταβάλλονται στους μισθωτούς λόγω λήψεως κανονικής αδείας, όταν η σχέση εργασίας εξακολουθεί να διαρκεί, υπόκεινται σε ασφαλιστικές εισφορές, όπως ακριβώς και οι λοιπές αποδοχές, οι δε ημέρες της κανονικής αδείας θεωρούνται ως χρόνος ασφάλισης λόγω της μη διακοπής της εργασιακής σχέσης.
α) Αποδοχές αδείας που καταβάλλονται στους μισθωτούς λόγω λήψης κανονικής αδείας όταν η σχέση εργασίας εξακολουθεί να διαρκεί
Όπως προαναφέρθηκε, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 2 και της παρ. 2 του άρθρου 8 του Α.Ν.1846/1951, οι αποδοχές που καταβάλλονται στους μισθωτούς λόγω λήψεως κανονικής αδείας, όταν η σχέση εργασίας εξακολουθεί να διαρκεί, υπόκεινται σε ασφαλιστικές εισφορές. Οι δε ημέρες της κανονικής αδείας, για τις οποίες καταβάλλονται αποδοχές στους μισθωτούς λόγω λήψης κανονικής αδείας, θεωρούνται ως χρόνος ασφάλισης λόγω της μη διακοπής της εργασιακής σχέσης (ΙΚΑ 77/1995, ΣτΕ 3200/1988).
β) Αποζημίωση λόγω μη χορήγησης της κανονικής αδείας σε περίπτωση αποχώρησης των μισθωτών (οικειοθελής, απόλυση κ.λπ.)
Η καταβαλλόμενη, σε περίπτωση λύσης της εργασιακής σχέσης (οικειοθελής, απόλυση κ.λπ.), αποζημίωση, λόγω μη χορήγησης της κανονικής αδείας των μισθωτών, δεν υπόκειται σε ασφαλιστικές εισφορές και τούτο γιατί οι διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 2 και της παρ. 2 του άρθρου 8 του Α.Ν. 1846/1951 έχουν εφαρμογή μόνο σε περίπτωση που διαρκεί η σχέση εργασίας και όχι και σε περίπτωση που αυτή έχει λυθεί (Γεν. Έγγραφο 150743/3.12.1953, 222697/Φ.Ε 219/15.11.1977, Πολ.Πρωτ.Τρικάλων 85/1999). Δεν θεωρείται δηλαδή χρόνος ασφάλισης η αποζημίωση λόγω μη χορήγησης της κανονικής άδειας σε περίπτωση αποχώρησης των μισθωτών (Αριθμ. Πρωτ. Γ99/1/112/5.6.2012).
γ) Αποδοχές μη ληφθείσας αδείας προσαυξημένες κατά 100% όταν δεν χορηγήθηκε η άδεια εντός του ημερολογιακού έτους, χωρίς να έχει λυθεί η εργασιακή σχέση
Αν ο εργοδότης αρνηθεί να χορηγήσει στον εργαζόμενο την άδεια που αυτός δικαιούται, υποχρεούται όταν λήξει το ημερολογιακό έτος, κατά το οποίο ο μισθωτός δικαιούται την άδεια, να του καταβάλει τις αντίστοιχες, με τις ημέρες της άδειας, αποδοχές προσαυξημένες κατά ποσοστό 100%, η οποία προσαύξηση θεωρείται αστική κύρωση για την υπερημερία του εργοδότη, απαιτουμένης υπαιτιότητας αυτού (παρ. 1 του άρθρου 5 του Α.Ν. 539/1945, Α.Π. 1554/1997).
Όσον αφορά την προσαύξηση 100%, διακρίνουμε ενδεικτικά τις παρακάτω περιπτώσεις:
- Εάν ο μισθωτός δεν ζήτησε την άδεια, τότε δεν δικαιούται να του καταβληθεί η ανωτέρω προσαύξηση (Α.Π. 1554/1997).
- H προσαύξηση 100% των αντίστοιχων αποδοχών των ημερών αδείας, σύμφωνα με τις προϋποθέσεις της παρ.1 του άρθρου 5 του Α.Ν. 539/1945, αναφέρεται στη νόμιμη κατ` έτος άδεια αναψυχής των μισθωτών (Α.Π. 570/2004). Ακόμα και με ρητή συμφωνία των μερών δεν επιτρέπεται η μεταφορά των ημερών αδείας στο επόμενο έτος με ταυτόχρονη απώλειά τους για τον μισθωτό από το τρέχον έτος και κάθε τέτοια συμφωνία είναι άκυρη (Α.Π. 455/2010).
- Για τη θεμελίωση της αξιώσεώς του μισθωτού προς λήψη της ανωτέρω κατά 100% προσαυξήσεως, που έχει το χαρακτήρα ποινής, απαιτείται υπαιτιότητα του εργοδότη, έστω και σε βαθμό ελαφράς αμέλειας του (Α.Π. 455/2010, Α.Π. 889/1989). Υφίσταται δε υπαιτιότητα, όταν ο μισθωτός ζήτησε την άδειά του αυτούσια και όχι σε χρήμα, ο δε εργοδότης αρνήθηκε να την χορηγήσει (Α.Π. 1469/2001).
- Η προσαύξηση 100% οφείλεται και για τμήμα αδείας για το οποίο υφίσταται άρνηση χορήγησης. Οφείλεται και όταν ο εργοδότης όφειλε να γνωρίζει ότι ο μισθωτός δικαιούται περισσότερες ημέρες αδείας (Α.Π. 1191/1985, Ειρην. Θεσσ. 7491/2002).
- Πταίσμα υπάρχει και αν ο εργαζόμενος ζητήσει την ετήσια άδεια και ο εργοδότης εξαναγκάσει αυτόν στην παροχή της εργασίας κατά τον χρόνο κατά τον οποίο έπρεπε να λάβει την άδεια, όχι, όμως, και αν αυτός δεν τη ζήτησε από τον εργοδότη (Α.Π. 356/1970, Α.Π. 822/1972, Α.Π. 1012/1972, Α.Π. 210/1974, Α.Π. 96/1977). Πταίσμα του εργοδότη δεν υπάρχει όταν ο μισθωτός δεν έκανε χρήση της χορηγηθείσης αδείας ή απέφυγε να τη ζητήσει (ΑΠ 1224/1974, Εφ. Αθηνών 39/1998).
- Η ως άνω προσαύξηση 100% αφορά μόνο στις αποδοχές και όχι και στο επίδομα αδείας, αφού ο νόμος αναφέρεται ρητά στις αποδοχές αδείας και όχι στο επίδομα (Ολ. Α.Π. 32/2005, Α.Π. 434/2011, Α.Π. 1970/2017).
Σχετικά με τον υπολογισμό των ασφαλιστικών εισφορών, το ποσό το οποίο αντιστοιχεί στις αποδοχές των ημερών της κανονικής αδείας υπόκειται σε ασφαλιστικές εισφορές. Για τον υπολογισμό των ανωτέρω εισφορών, προστίθεται το ποσό των αποδοχών της κανονικής αδείας και των αποδοχών του μήνα (που αυτό το ποσό καταβάλλεται) και στη συνέχεια στο συνολικό ποσό υπολογίζονται και οι ασφαλιστικές εισφορές (εγκ. ΙΚΑ 94/1961). Τα ασφαλιστικά στοιχεία της άδειας που δεν χορηγήθηκε στον εργαζόμενο κατά την διάρκεια του έτους δηλώνονται (σε ξεχωριστή στήλη) το αργότερο με την ΑΠΔ που περιλαμβάνει τον Δεκέμβριο του τρέχοντος έτους. Στο πεδίο 36 αναγράφεται ο τύπος αποδοχών «14» Λοιπές Αποδοχές (Αρ.Πρωτ.: Γ99/1/49/21.03.2002).
Επισημαίνεται ότι η προσαύξηση 100% των αποδοχών της άδειας που ο εργοδότης δεν χορήγησε στον μισθωτό μέχρι τέλους του χρόνου, όπως έχει υποχρέωση, φέρει τον χαρακτήρα αποζημίωσης (αστικής ποινής) και συνεπώς δεν υπόκειται σε ασφαλιστικές εισφορές (Α.Π. 181/1961, εγκ. ΙΚΑ 94/1961, Έγγραφο ΙΚΑ Α40/24/28.9.1987).
δ) Αποδοχές αδείας απασχολουμένων εποχιακά σε ξενοδοχειακές επιχειρήσεις της χώρας
Για τους απασχολουμένους εποχιακά σε ξενοδοχειακές επιχειρήσεις της χώρας, ορίζεται ότι κατά τη λήξη της εποχιακής τους απασχόλησης με οποιονδήποτε τρόπο δικαιούνται αποδοχών αδείας 2 (δύο) ημερών κατά μήνα απασχόλησης, ανεξάρτητα από τυχόν οφειλόμενη σε αυτούς αποζημίωση για άλλο λόγο. Για απασχόληση μικρότερη από μήνα καταβάλλεται ανάλογο κλάσμα. Ο χρόνος της ετήσιας άδειας δεν θα υπερβαίνει τον 1 (ένα) μήνα ετησίως. Ο χρόνος της άδειας αυτής είναι χρόνος εν ασφαλίσει, οι δε αποδοχές υπόκεινται στις νόμιμες υπέρ των ασφαλιστικών ταμείων κρατήσεις, αναγνωρίζονται δε ως ημέρες πού διανύθηκαν σε καθεστώς απασχόλησης από τον Ο.Α.Ε.Δ. (παρ. 4 και 5 του άρθρου 5 του Α.Ν. 539/1945, όπως ισχύει).
Κατά συνέπεια, αναγνωρίζονται ως ημέρες ασφάλισης στον ΕΦΚΑ οι αντίστοιχες ημέρες αδείας, ανάλογα με τον χρόνο της εποχιακής απασχόλησης του κάθε εργαζόμενου σύμφωνα με τα παραπάνω (2 ημέρες ανά μήνα, κ.λπ.) {εγκ. ΙΚΑ 77/1995}.
Σημείωση: Το επίδομα αδείας που χορηγείται σε εργαζόμενους κατά τη διάρκεια της εργασιακής τους σχέσης, καθώς και μετά τη λύση αυτής, λόγω οικειοθελούς αποχώρησης ή απόλυσης ή λήξης σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου, υπόκειται αυτοτελώς σε εισφορές και μέχρι του ποσού του ανώτατου ορίου των ασφαλιστέων αποδοχών (σήμερα ανέρχεται στο ποσό των 6.500 ευρώ), διότι θεωρείται ότι αποτελεί τμήμα των τακτικών αποδοχών του εργαζομένου και όχι αποζημίωση (παρ. 4 του άρθρου 25 του Α.Ν. 1846/1951, όπως ισχύει, Γεν. Εγγρ. 222697/Φ.Ε 219/15.11.77, εγκ. ΙΚΑ 21/1977).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου