Συνολικές προβολές σελίδας

Πέμπτη 4 Ιουνίου 2020

Επί δανείου από εταιρεία σε εταίρο υφίσταται χαρτοσήμανση αυτού και πότε

1. Σύμφωνα με το άρθρο 4 του Ν. 4646/2019, αντικαταστάθηκαν οι διατάξεις του άρθρου 13 του Ν. 4172/2013. Ειδικά, η παράγραφος 3 του άρθρου 13 του προαναφερθέντος νόμου, τροποποιείται ως εξής: «3. Οι παροχές σε είδος με τη μορφή δανείου, προς εργαζόμενο ή εταίρο ή μέτοχο από ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή νομική οντότητα, είτε περιβάλλονται τη μορφή έγγραφης συμφωνίας είτε όχι, αποτιμώνται με βάση το ποσό της διαφοράς που προκύπτει μεταξύ των τόκων που θα κατέβαλε ο εργαζόμενος ή εταίρος ή μέτοχος στη διάρκεια του ημερολογιακού μήνα κατά τον οποίο έλαβε την παροχή, εάν το επιτόκιο υπολογισμού των τόκων ήταν το μέσο επιτόκιο αγοράς, του οποίου η μέθοδος υπολογισμού ορίζεται με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, κατά τον ίδιο μήνα και των τόκων που τυχόν κατέβαλε ο εργαζόμενος στη διάρκεια του εν λόγω ημερολογιακού μήνα.».

Σημειώνεται πως το άρθρο 13 αντικαταστάθηκε με το άρθρο 4 του Ν.4646/2019 (ΦΕΚ Α΄ 201/12-12-2019) και σύμφωνα με την παρ.2 του άρθρου 66 οι διατάξεις του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται για τις παροχές σε είδος που λαμβάνονται στα φορολογικά έτη που αρχίζουν από 1.1.2020 και μετά.



2. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 12 του Κ.Ν.Τ.Χ., ορίζεται ότι: «1. Επί των συμβολαίων και των εγγράφων, των κατονομαζόμενων εν τω επομένω άρθ. 13, το τέλος ορίζεται εις 3% της εν αυτοίς διαλαμβανομένης αξίας εις δραχμάς».



Με το άρθρο 13, ορίζεται ότι: «Εις το κατά την παρ. 1 του προηγουμένου άρθ. 12 τέλος υπόκεινται:

«1. α. Πάσα σύμβασις, οιουδήποτε αντικειμένου, συναπτόμενη είτε απευθείας, είτε δια δημοσίου συναγωνισμού ή πάσα εξόφλησις συμβάσεως ή σχετική προς την σύμβασιν απόδειξις, εφ' όσον καταρτίζονται εγγράφως και δη είτε δια δημοσίου, είτε δι' ιδιωτικού καθ' οιονδήποτε τύπον συν-τεταγμένου εγγράφου.

Εξαιρούνται: ».

β) εφ' όσον η σύμβασις δεν συνήφθη εγγράφως υπόκειται εις το αναλογικόν τέλος η εγγράφως καταρτιζομένη εξόφλησις αυτής ή η σχετική προς την σύμβασιν έγγραφος απόδειξις.».



Σύμφωνα με τον Αστικό Κώδικα και το άρθρο 806:"Με τη σύμβαση του δανείου ο ένας από τους συμβαλλομένους μεταβιβάζει στον άλλον κατά κυριότητα χρήματα ή άλλα αντικαταστατά πράγματα, και αυτός έχει υποχρέωση να αποδώσει άλλα πράγματα της ίδιας ποσότητας και ποιότητας.".

Το δάνειο αποτελεί παραδοτική σύμβαση και ως τέτοια ανήκει στην κατηγορία των αμφοτεροβαρών συμβάσεων. Ο Αστικός Κώδικας δεν ορίζει συγκεκριμένο τύπο για την κατάρτιση του δανείου οπότε μπορεί να καταρτιστεί έγγραφα ή και προφορικά. (βλ. και ΑΚ 158).



Για την επιβολή τελών χαρτοσήμου επί δανείων εν γένει απαιτείται η συνδρομή των εξής προϋποθέσεων:

α. Η σύμβαση του δανείου να καταρτίζεται εγγράφωςΩς έγγραφο δε θεωρείται και η εγγραφή του δανείου αυτού στα βιβλία του επιτηδευματία οφειλέτη στην Ελλάδα (άρθρο 12 Ν.Δ. 3717/1957,ΣτΕ 2699/1972,ΣτΕ 3013/1984,ΣτΕ 1802/1993,ΣτΕ 1927/1994 κ.λπ.). β. Σε περίπτωση που το δάνειο δεν καταρτίσθηκε εγγράφως ή περί του δανείου αυτού δεν έγινε εγγραφή στα βιβλία του επιτηδευματία οφειλέτη στην Ελλάδα, στο οικείο τέλος χαρτοσήμου θα υποβληθεί η, περί του δανείου αυτού, εκδιδόμενη στην Ελλάδα σχετική εξοφλητική απόδειξη, επειδή και η απόδειξη αυτή αποτελεί έγγραφο, κατά την έννοια του νόμου (άρθρα 13 παρ. 1β και 15 παρ. 1β Κ.Τ.Χ.,ΣτΕ 3914/1977). γ. Εάν η σύμβαση του δανείου καταρτίσθηκε στην αλλοδαπή, αυτή υπόκειται σε τέλος χαρτοσήμου στην Ελλάδα μόνο εφόσον η εν λόγω δανειακή σύμβαση έχει υποχρεώσεις εκτελεστέες στην Ελλάδα. Και υποχρέωση δε εκτελεστέα στην Ελλάδα υπάρχει όταν η καταβολή των χρημάτων (δηλαδή του προϊόντος του δανείου) στον οφειλέτη, εκ μέρους του δανειστή, έγινε στην Ελλάδα (άρθρο 8 παρ. 1 Κ.Τ.Χ.,ΣτΕ 1716/1980ΣτΕ 3270/1981).

Σύμφωνα με την διάταξη της παραγράφου 1β του άρθρου 13 του κώδικα Χαρτοσήμου, όπως ισχύει, η οποία εφαρμόζεται και επί των συμβάσεων, που ρυθμίζονται από το άρθρο 15 του ιδίου Κώδικα (άρθρο 15παρ. 1β Κ.Τ.Χ.), εάν μια σύμβαση καταρτίστηκε εγγράφως και υποβλήθηκε εξ' υπαρχής στο οικείο τέλος χαρτοσήμου, κάθε εξόφληση ή σχετική προς σύμβαση απόδειξη δεν υπόκεινται σε κανένα τέλος χαρτοσήμου. Αν όμως, η εγγράφως καταρτισθείσα σύμβαση δεν υποβλήθηκε στο οικείο τέλος χαρτοσήμου, όπως θα έπρεπε, κατά νόμο, τότε στο τέλος αυτό της σύμβασης θα υπαχθεί η σχετική εξοφλητική της σύμβασης απόδειξη.

Κατά την αληθή έννοια της ανωτέρω διάταξης, ως απόδειξη εξοφλητική δεν νοείται μόνο το συνήθως διδόμενο έγγραφο, αλλά και κάθε άλλο έγγραφο, που καταρτίζεται μεταξύ των συμβαλλομένων, προς τον σκοπό της απόδειξης της εξόφλησης , όπως π.χ., επιστολή, δήλωση, λογαριασμός, ιδιωτικό ή συμβολαιογραφικό έγγραφο κ.λπ., καθόσον ο νόμος φορολογεί κάθε εξόφληση οπωσδήποτε και αν έλαβε χώρα (Υπ. Οικ. Σ. 1537/1947)



Σύμφωνα με τηνΣτΕ 2047/1978, για την υπαγωγή των δανείων στο τέλος χαρτοσήμου απαιτείται η ύπαρξη έγγραφου ή εγγραφή στα βιβλία των επιτηδευματιών.

Σύμφωνα με τιςΣτΕ 1514/1956 ,ΣτΕ 578/1957, σε περίπτωση μη σύνταξης εγγράφου κατά την σύσταση ή την εξόφληση του δανείου, δεν συντρέχει περίπτωση καταβολής τέλους χαρτοσήμου, έστω και αν η παράλειψη αυτή έγινε σκόπιμα προς αποφυγή της καταβολής του οφειλόμενου τέλους χαρτοσήμου.



3. Κατά τα έως σήμερα γνωστά, για τον προσδιορισμό του μέσου επιτοκίου αγοράς, εκδόθηκε η ΠΟΛ 1034/2014.

Με την ΠΟΛ 1219/2014, στο σημείο παροχής οδηγιών για την εφαρμογή του γενικού πλαισίου της παραγράφου 3 του άρθρου 13 του Ν. 4172/2013, αναφέρεται: «[] Η ωφέλεια για τον λήπτη της παροχής αυτής προσδιορίζεται ανά φορολογικό έτος, υπολογίζεται κατά το μήνα στον οποίον έγινε η παροχή και αποτιμάται ως η διαφορά μεταξύ των τόκων που υπολογίζονται με βάση το μέσο επιτόκιο αγοράς (σχετική η ΠΟΛ.1034/2014 Απόφαση του Υφυπουργού Οικονομικών) και των τόκων που τυχόν κατέβαλε ο εργαζόμενος βάσει της σχετικής έγγραφης συμφωνίας []».



4. Με βάση τα ανωτέρω και τα ερωτήματά σας, θεωρούμε ότι:

α. Οι παροχές σε είδος με τη μορφή δανείου, προς εργαζόμενο ή εταίρο ή μέτοχο από ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή νομική οντότητα, είτε περιβάλλονται τη μορφή έγγραφης συμφωνίας είτε όχι, αποτιμώνται με βάση το ποσό της διαφοράς που προκύπτει μεταξύ των τόκων που θα κατέβαλε ο εργαζόμενος ή εταίρος ή μέτοχος στη διάρκεια του ημερολογιακού μήνα κατά τον οποίο έλαβε την παροχή, εάν το επιτόκιο υπολογισμού των τόκων ήταν το μέσο επιτόκιο αγοράς, του οποίου η μέθοδος υπολογισμού ορίζεται με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, κατά τον ίδιο μήνα και των τόκων που τυχόν κατέβαλε ο εργαζόμενος στη διάρκεια του εν λόγω ημερολογιακού μήνα. Συνεπώς στην προκειμένη περίπτωση και δεδομένου ότι η σύμβαση δανείου προβλέπει μηδενικό επιτόκιο, η παροχή σε είδος ισούται με το μέσο επιτόκιο αγοράς, του οποίου η μέθοδος υπολογισμού ορίζεται με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών.

Με βάση τα ισχύοντα που είναι γνωστά από τις γενικές οδηγίες ( ΠΟΛ 1219/2014), η γνώμη μας είναι ότι, η παροχή προσδιορίζεται ανά φορολογικό έτος, υπολογιζόμενη με βάση το επιτόκιο που ίσχυε κατά το μήνα της παροχής.

β. Σύμφωνα με τηνΣτΕ 2047/1978, για την υπαγωγή των δανείων στο τέλος χαρτοσήμου απαιτείται η ύπαρξη έγγραφου ή εγγραφή στα βιβλία των επιτηδευματιών. Στην περίπτωσή σας θα καταβληθούν τέλη χαρτοσήμου μία φορά κατά την συνομολόγηση του δανείου.


Όπως αναφέραμε και στην αρχική μας απάντηση «α. Οι παροχές σε είδος με τη μορφή δανείου, προς εργαζόμενο ή εταίρο ή μέτοχο από ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή νομική οντότητα, είτε περιβάλλονται τη μορφή έγγραφης συμφωνίας είτε όχι, αποτιμώνται με βάση το ποσό της διαφοράς που προκύπτει μεταξύ των τόκων που θα κατέβαλε ο εργαζόμενος ή εταίρος ή μέτοχος στη διάρκεια του ημερολογιακού μήνα κατά τον οποίο έλαβε την παροχή, εάν το επιτόκιο υπολογισμού των τόκων ήταν το μέσο επιτόκιο αγοράς, του οποίου η μέθοδος υπολογισμού ορίζεται με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, κατά τον ίδιο μήνα και των τόκων που τυχόν κατέβαλε ο εργαζόμενος στη διάρκεια του εν λόγω ημερολογιακού μήνα. Συνεπώς στην προκειμένη περίπτωση και δεδομένου ότι η σύμβαση δανείου προβλέπει μηδενικό επιτόκιο, η παροχή σε είδος ισούται με το μέσο επιτόκιο αγοράς, του οποίου η μέθοδος υπολογισμού ορίζεται με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών.

    Με βάση τα ισχύοντα που είναι γνωστά από τις γενικές οδηγίες ( ΠΟΛ 1219/2014), η γνώμη μας είναι ότι, η παροχή προσδιορίζεται ανά φορολογικό έτος, υπολογιζόμενη με βάση το επιτόκιο που ίσχυε κατά το μήνα της παροχής.».

    Σύμφωνα με την ΠΟΛ. 1034/13.2.2014 εγκύκλιο διαταγή με θέμα «Προσδιορισμός μέσου επιτοκίου αγοράς κατ’ εφαρμογή των διατάξεων της παρ. 3 του άρθρου 13 του Ν. 4172/2013 (ΦΕΚ Α΄ 167)», ορίζεται ότι:

«1. Ως μέσο επιτόκιο αγοράς, για την εφαρμογή της παραγράφου 3 του άρθρου 13 του Ν. 4172/2013 , λαμβάνεται το επιτόκιο των τραπεζικών δανείων σε ευρώ, προς ιδιώτες, με τη μεθοδολογία που ορίζεται από την Τράπεζα της Ελλάδας ανά μήνα, ανά κατηγορία και ανά υποκατηγορία δανείου… Σε περίπτωση που στη σύμβαση δανείου δεν αναγράφεται συγκεκριμένος σκοπός, ως επιτόκιο λαμβάνεται το επιτόκιο που ορίζει η Τράπεζα της Ελλάδας για τις υπεραναλήψεις από τρεχούμενους λογαριασμούς για τον μήνα κατά τον οποίο ελήφθη η παροχή.».

    Συνεπώς, αν το δάνειο καθομολογήθηκε με μηδενικό επιτόκιο, ενώ το συγκεκριμένο σύμφωνα με το ερώτημά σας είναι 10,34%, η ετήσια παροχή σε είδος ανέρχεται σε 10.340,00€ ετησίως (περίπου) .

    Σε περίπτωση που μειώνεται κατά τα υπόλοιπα έτη το ποσό του κεφαλαίου του δανείου, με βάση το υφιστάμενο επιτόκιο της ΤτΕ, η συγκεκριμένη παροχή σε είδος θα μεταβάλλεται αντιστοίχως.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου