Συνολικές προβολές σελίδας

Παρασκευή 31 Ιανουαρίου 2020

Ηλεκτρονική τιμολόγηση και ηλεκτρονικά βιβλία: Οι εξελίξεις και τα οφέλη για τις επιχειρήσεις

Η ηλεκτρονική τιμολόγηση (e-invoicing) έχει εισαχθεί νομοθετικά στη χώρα μας πριν από αρκετά χρόνια, επί καθεστώτος Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων. Ωστόσο, δεν έτυχε ευρείας αποδοχής και χρήσης από τους συναλλασσόμενους κυρίως λόγω των αυστηρών προϋποθέσεων και προδιαγραφών που έθετε ως προς την εφαρμογή της αλλά και του γεγονότος ότι υπήρχε αμφιβολία για το πώς θα αντιμετωπιστούν τα εκδοθέντα και ληφθέντα ηλεκτρονικά τιμολόγια σε ενδεχόμενο έλεγχο από τις φορολογικές αρχές. 

Ο Κώδικας Φορολογικής Απεικόνισης Συναλλαγών που διαδέχθηκε τον Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων και μεταγενέστερα οι σχετικές διατάξεις των Νέων Ελληνικών Λογιστικών Προτύπων απλοποίησαν το νομοθετικό πλαίσιο ενώ πλέον είχε ωριμάσει, ως ένα βαθμό, και στην συνείδηση των συναλλασσόμενων η χρήση της ηλεκτρονικής τιμολόγησης. Ως εκ τούτου, δεδομένης και της εξέλιξης της τεχνολογίας που βοηθούσε πλέον στην εφαρμογή της, άρχισε να χρησιμοποιείται σε μεγαλύτερο βαθμό. 

Πλέον, έχει ανακοινωθεί από τον Διοικητή της ΑΑΔΕ ότι πρόθεση της Φορολογικής Αρχής είναι να εφαρμοστεί ευρέως από τους συναλλασσόμενους η ηλεκτρονική τιμολόγηση. Μάλιστα, ανακοινώθηκε ότι στελέχη της ΑΑΔΕ μετέβησαν στην Ιταλία όπου εφαρμόζεται από 1.1.2019 υποχρεωτικά η ηλεκτρονική τιμολόγηση προκειμένου να ενημερωθούν για τον τρόπο εφαρμογής της στην γειτονική χώρα. Να σημειωθεί ότι η Ιταλία εμφανίζει πολύ υψηλά ποσοστά φοροδιαφυγής, όπως και η Ελλάδα, και αυτός είναι ένας από τους βασικούς λόγους που οδήγησαν στην εφαρμογή της μετά από σχετική έγκριση που δόθηκε από την Ευρωπαϊκή Ένωση η οποία ήταν αναγκαία καθώς η καθιέρωση της ηλεκτρονικής τιμολόγησης ως υποχρεωτικό τρόπο τιμολόγησης έρχεται σε αντίθεση με την σχετική Κοινοτική Οδηγία. 
Έτσι, στην Ιταλία, από 1.1.2019 τα ηλεκτρονικά τιμολόγια εκδίδονται μέσω του Συστήματος Ανταλλαγής (Sistema di Interscambio ή, χάριν συντομίας, SdI), το οποίο αποτελεί την πλατφόρμα που χρησιμοποιούν οι ιταλικές φορολογικές αρχές για τη διαβίβαση ηλεκτρονικών τιμολογίων. Τα βασικότερα σημεία της διαδικασίας που ακολουθείται και των σχετικών υποχρεώσεων και δυνατοτήτων για τις ιταλικές επιχειρήσεις μπορούν να συνοψιστούν ως εξής:
* αφορά τόσο συναλλαγές χονδρικής (Β2Β) όσο και λιανικής (B2C),
* από την υποχρέωση της ηλεκτρονικής τιμολόγησης εξαιρούνται κάποιες συναλλαγές όπως π.χ. οι ενδοκοινοτικές παραδόσεις και εξαγωγές, στοιχεία των οποίων όμως υποβάλλονται στις ιταλικές αρχές μέσω άλλου συστήματος και όχι του Συστήματος Ανταλλαγής, ενώ εξαιρούνται και συγκεκριμένες κατηγορίες φορολογούμενων,
* τα τιμολόγια πρέπει να είναι σε μορφή xml ή σε άλλον μορφότυπο αναγνωριζόμενο ως έγκυρο από την Ευρωπαϊκή Ένωση,
όταν ένα τιμολόγιο περιλαμβάνει ψηφιακή υπογραφή, το Σύστημα Ανταλλαγής την ελέγχει και την επιβεβαιώνει,
* τα τιμολόγια μπορούν να παραδίδονται με πιστοποιημένο ηλεκτρονικό ταχυδρομείο, με web υπηρεσία ή πρωτόκολλο FTP,
τα τιμολόγια που αποστέλλουν οι επιχειρήσεις, αφού εγκριθούν από το Σύστημα Ανταλλαγής, μεταδίδονται στη συνέχεια από το ίδιο το Σύστημα Ανταλλαγής στον παραλήπτη,
* το Σύστημα Ανταλλαγής εκδίδει εκθέσεις απόρριψης για τα μη έγκυρα τιμολόγια καθώς επίσης και ενημερώσεις σε περίπτωση μη αποστολής του τιμολογίου στον παραλήπτη για οποιονδήποτε λόγο ενώ αντίστοιχα και ο λήπτης του τιμολογίου ενημερώνει για την λήψη αυτού και την αποδοχή του,
προβλέπεται απλοποιημένη διαδικασία αποστολής και λήψης των τιμολογίων υπό προϋποθέσεις,
* στις περιπτώσεις λιανικών συναλλαγών, πρέπει να εκδίδεται κατά την πώληση αγαθών ή παροχή υπηρεσιών και σε έντυπη μορφή το παραστατικό προκειμένου να δίδεται στον πελάτη εκτός αν ο τελευταίος δεν το επιθυμεί,
οι εκδότες μπορούν να χρησιμοποιούν ενδιάμεσες εταιρίες για την δημιουργία και αποστολή των τιμολογίων,
* οι κυρώσεις για τα τιμολόγια που δεν υποβάλλονται μέσω του Συστήματος Ανταλλαγής, ενώ υπάρχει τέτοια υποχρέωση, είναι ιδιαίτερα υψηλές και κυμαίνονται μεταξύ 90% και 180% του ΦΠΑ που αντιστοιχεί.

Έτσι, είναι αρκετά πιθανό, παρόμοιες με τις ανωτέρω προδιαγραφές να εισαχθούν και στο ελληνικό φορολογικό δίκαιο το προσεχές διάστημα. Μάλιστα, στο Νόμο 4646/2019 που ψηφίστηκε τον Δεκέμβριο του 2019, υπάρχει διάταξη αναφορικά με την ηλεκτρονική τιμολόγηση και εισάγεται το πρότυπο έκδοσης ηλεκτρονικού τιμολογίου σύμφωνα με το ευρωπαϊκό πρότυπο έκδοσης ηλεκτρονικών τιμολογίων, που θα χρησιμοποιείται από τις εταιρίες που θα εφαρμόζουν την ηλεκτρονική τιμολόγηση στις συναλλαγές με επιτηδευματίες και ιδιώτες αλλά και για την αποστολή δεδομένων στην Φορολογική Αρχή ενώ προβλέπεται η έκδοση Υπουργικής Απόφασης που θα εξειδικεύει την μορφή του προτύπου έκδοσης ηλεκτρονικού τιμολογίου και άλλες λεπτομέρειες σχετικά. Θυμίζουμε ότι η ηλεκτρονική τιμολόγηση για συναλλαγές με φορείς του Δημοσίου έχει επίσης νομοθετηθεί αλλά εκκρεμεί η έκδοση της σχετικής Υπουργικής Απόφασης που θα καθορίζει τις τεχνικές λεπτομέρειες για την εφαρμογή της.
Περαιτέρω, έχει εξαγγελθεί ότι στη χώρα μας θα καθιερωθεί σε δεύτερο στάδιο και η ηλεκτρονική έκδοση Δελτίου Αποστολής και η απευθείας διαβίβασή του στην ΑΑΔΕ πριν την εκκίνηση αποστολής των προς πώληση εμπορευμάτων προκειμένου να είναι εκ των προτέρων εις γνώση των φορολογικών αρχών οι διακινήσεις που γίνονται με εμπορικό σκοπό. Επίσης, πρόθεση είναι να συνδεθούν και οι ταμειακές μηχανές των επιχειρήσεων με την ΑΑΔΕ ώστε να επιτυγχάνεται απ’ ευθείας, τη στιγμή που πραγματοποιείται η κάθε συναλλαγή, η διαβίβαση στην ΑΑΔΕ των στοιχείων των λιανικών συναλλαγών των επιχειρήσεων. 

Σύντομα όμως, αναμένεται να εφαρμοστεί η υποχρεωτική τήρηση ηλεκτρονικών βιβλίων μέσω της πλατφόρμας mydata που σχεδιάζεται από την ΑΑΔΕ. Στα ηλεκτρονικά βιβλία της ΑΑΔΕ:
* Θα διαβιβάζεται και θα καταχωρείται η "σύνοψη" των παραστατικών εσόδων - εξόδων των επιχειρήσεων που θα περιλαμβάνει δεδομένα όπως τα στοιχεία αντισυμβαλλόμενων, τις αξίες συναλλαγής, τους σχετικούς φόρους, τα τέλη χαρτοσήμου και λοιπά τέλη και κρατήσεις χωρίς όμως την αναλυτική διάκριση των ειδών (αγαθών - υπηρεσιών).
* Θα γίνεται χαρακτηρισμός των καταχωρούμενων συναλλαγών που περιλαμβάνει την κατάταξη των συναλλαγών εξόδων/εσόδων σε αγορές/πωλήσεις αγαθών, υπηρεσιών, παγίων κ.λπ.
* Θα διενεργούνται οι αναγκαίες "λογιστικές εγγραφές τακτοποίησης" όπως, για παράδειγμα, οι εγγραφές μισθοδοσίας, αποσβέσεων, δεδουλευμένων εσόδων/εξόδων κ.λπ. προκειμένου να γίνεται ο προσδιορισμός του λογιστικού και του φορολογικού αποτελέσματος κάθε έτους.
Με τη διαβίβαση της "σύνοψης" των παραστατικών από την εκδότρια επιχείρηση θα ενημερώνονται αυτόματα όχι μόνο τα έσοδα στα δικά της ηλεκτρονικά βιβλία αλλά και τα έξοδα στα ηλεκτρονικά βιβλία της λήπτριας επιχείρησης. Η κάθε επιχείρηση θα διαβιβάζει τη "σύνοψη" των παραστατικών που λαμβάνει μόνο σε συγκεκριμένες περιπτώσεις όπως για παράδειγμα αν πρόκειται για παραστατικά αγοράς αγαθών ή υπηρεσιών προερχόμενα από μη υπόχρεους σε τήρηση βιβλίων (π.χ. ιδιώτες, αλλοδαπές επιχειρήσεις κ.λπ.) ή αν ο εκδότης, υπόχρεος σε τήρηση βιβλίων, παρέλειψε να διαβιβάσει τη "σύνοψη" των παραστατικών εντός της σχετικής προθεσμίας.
Η διαβίβαση των στοιχείων των παραστατικών θα είναι δυνατή με τους ακόλουθους τρόπους:
* Μέσω του λογιστικού - εμπορικού προγράμματος των επιχειρήσεων.
* Με ειδική φόρμα καταχώρησης στο www.aade.gr/mydata (κυρίως για επιχειρήσεις που εκδίδουν μικρό αριθμό παραστατικών και δεν χρησιμοποιούν συστήματα λογισμικού).
* Με Φορολογικούς Ηλεκτρονικούς Μηχανισμούς (ΦΗΜ) απευθείας διασυνδεδεμένους με την ΑΑΔΕ για τις συναλλαγές λιανικής (η δυνατότητα αυτή δεν προβλέπεται να ενεργοποιηθεί άμεσα και μέχρι την ενεργοποίησή της, οι συναλλαγές λιανικής θα καταχωρούνται συγκεντρωτικά μέσω συστήματος λογιστικής ή της ειδικής φόρμας καταχώρησης).
* Μέσω της ηλεκτρονικής τιμολόγησης όπου θα γίνεται αυτόματη διαβίβαση των ηλεκτρονικά εκδοθέντων τιμολογίων στην πλατφόρμα mydata.

Οι επιχειρήσεις θα υποβάλλουν τις δηλώσεις τους με βάση τα δεδομένα που θα υπάρχουν στα βιβλία τους που θα συνεχίσουν να τηρούν, όπως γίνεται και τώρα. Ωστόσο, μέσω της νέας διαδικασίας, τα δεδομένα των φορολογικών δηλώσεων των επιχειρήσεων θα αντιπαραβάλλονται με τα δεδομένα των ηλεκτρονικών βιβλίων τους. Αν υπάρχει ασυμφωνία που δεν μπορεί να δικαιολογηθεί και ανάλογα και με την αξιολόγηση της σοβαρότητας των αποκλίσεων, η επιχείρηση μπορεί να οδηγείται σε φορολογικό έλεγχο και επιβολή κυρώσεων.
Τα ανωτέρω εκπορεύονται από το κείμενο που τέθηκε προς διαβούλευση στις αρχές Αυγούστου του 2019. Όμως, στον Νόμο 4646/2019 υπάρχει διάταξη που ορίζει ότι οι εταιρίες θα πρέπει να διαβιβάζουν στην Φορολογική Αρχή τα δεδομένα των βιβλίων και των εκδιδόμενων στοιχείων τους ενώ προβλέπεται ότι με Υπουργική Απόφαση θα δοθούν οδηγίες και θα καθορισθούν οι ειδικότερες λεπτομέρειες εφαρμογής της εν λόγω διάταξης. Να σημειωθεί ότι δεν γίνεται απευθείας σύνδεση της διάταξης με τα ηλεκτρονικά βιβλία και την πλατφόρμα mydata. Ωστόσο, υπάρχει ευθεία τέτοια αναφορά στην Αιτιολογική Έκθεση του Νόμου.
Με βάση εξαγγελίες από την ΑΑΔΕ, το χρονοδιάγραμμα υλοποίησης του μέτρου της τήρησης των ηλεκτρονικών βιβλίων προβλέπει ότι η σχετική ψηφιακή πλατφόρμα θα λειτουργήσει πιλοτικά εντός του 2020 ενώ κάποιους μήνες αργότερα όλες οι επιχειρήσεις αλλά και οι ελεύθεροι επαγγελματίες θα είναι υπόχρεοι τήρησης των ηλεκτρονικών βιβλίων (με κάποιες εξαιρέσεις που αναμένεται να δοθούν).

Επίσης, θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι οι διατάξεις που αναφέραμε προγενέστερα για το πρότυπο ηλεκτρονικού τιμολογίου σχετίζονται ως ένα βαθμό και με τα ηλεκτρονικά βιβλία δεδομένου ότι η ηλεκτρονική τιμολόγηση αποτελεί μία από τους τέσσερις μεθόδους διαβίβασης των δεδομένων στην πλατφόρμα mydata όπως προαναφέραμε.
Η ευρεία χρήση της ηλεκτρονικής τιμολόγησης από τις επιχειρήσεις και η παράλληλη τήρηση ηλεκτρονικών βιβλίων τα οποία θα είναι ανά πάσα στιγμή διαθέσιμα στις φορολογικές αρχές, αναμένεται να ωφελήσει το κράτος γιατί:
* θα συμβάλει στον περιορισμό του φαινομένου έκδοσης εικονικών τιμολογίων και εν γένει στην καταπολέμηση της φοροδιαφυγής,
* θα επιτρέψει τον πιο ακριβή υπολογισμό των φορολογικών εσόδων και άρα την εκτέλεση του προϋπολογισμού χωρίς μεγάλες αποκλίσεις τουλάχιστον ως προς το σκέλος των φορολογικών εσόδων,
* θα βοηθήσει στον καλύτερο προγραμματισμό και στόχευση του ελεγκτικού έργου των φορολογικών αρχών.
Βέβαια, θα πρέπει να προβλεφθεί εξαρχής ο τρόπος χρήσης από τις φορολογικές αρχές της πληροφορίας που θα συγκεντρώνεται στην πλατφόρμα mydata έτσι ώστε να προκύψουν τα οφέλη που προαναφέραμε και να μην αποτελέσει το σχετικό νομοθετικό πλαίσιο απλά την βάση για την επιβολή προστίμων σε περίπτωση μη συμμόρφωσης από τις επιχειρήσεις με κάποια από τις σχετικές επερχόμενες υποχρεώσεις όπως, για παράδειγμα, είθισται να συμβαίνει με τις συγκεντρωτικές καταστάσεις πελατών-προμηθευτών.
Από την άλλη, είναι σύνηθες τέτοιου είδους εγχειρήματα να δημιουργούν, τουλάχιστον στην αρχή, διαφόρων ειδών προβλήματα στα λογιστήρια των επιχειρήσεων ανάλογα και με τον τρόπο οργάνωσης και λειτουργίας της κάθε επιχείρησης αλλά και τις ιδιαιτερότητές της τόσο από επιχειρηματικής όσο και από φορολογικής πλευράς. Έτσι, τόσο κατά το στάδιο προετοιμασίας για την συμμόρφωση με τις νέες υποχρεώσεις τήρησης των ηλεκτρονικών βιβλίων όσο και κατά την εφαρμογή αυτών, αναμένεται εύλογα να προκύψουν προβληματισμοί και διαφόρων τύπων δυσχέρειες. Άλλωστε, νωπές παραμένουν στη μνήμη όσων ασχολούνται εδώ και καιρό με τα φορολογικά δρώμενα στη χώρα μας, οι δυσχέρειες στο επιχειρείν που είχαν δημιουργήσει οι διατάξεις του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων, ιδιαίτερα για πολυεθνικές επιχειρήσεις που σκόπευαν να αποκτήσουν παρουσία στη χώρα μας μέσω σύστασης θυγατρικών εταιριών.
Σε κάθε περίπτωση, το μέτρο αυτό θα πρέπει να συνδυαστεί και με κάποια άλλα παράπλευρα μέτρα καθώς υπάρχουν υποχρεώσεις για τις επιχειρήσεις που θα καταστούν πλέον άνευ αντικειμένου ή περιορισμένης χρησιμότητας για τις φορολογικές αρχές ενώ δημιουργούν δυσχέρειες στις επιχειρήσεις. Το πιο προφανές τέτοιο μέτρο θεωρείται η πλήρης κατάργηση των συγκεντρωτικών καταστάσεων προμηθευτών – πελατών. Στην Ιταλία, που υπήρχε ένα αντίστοιχο μέτρο, καταργήθηκε με την εισαγωγή της υποχρεωτικής ηλεκτρονικής τιμολόγησης ενώ μάλιστα μειώθηκε, υπό προϋποθέσεις, κατά δύο χρόνια η περίοδος για έλεγχο από τις φορολογικές αρχές.
Παρά τα ανωτέρω όμως, είναι δεδομένο ότι η καθιέρωση της ηλεκτρονικής τιμολόγησης και υποχρεωτικής τήρησης ηλεκτρονικών βιβλίων, μπορεί να αποφέρει οφέλη και για τις επιχειρήσεις αν εφαρμοστεί ορθά και χρησιμοποιηθεί κατάλληλα σε συνδυασμό πιθανώς και με άλλες δράσεις που μπορούν να αναληφθούν εντός της κάθε επιχείρησης. Ενδεικτικά, τέτοια οφέλη σχετίζονται με:
* την ηλεκτρονική αποθήκευση των παραστατικών και την εύκολη και γρήγορη ανάκτησή των όποτε χρειαστεί,
* την απόδοση του ΦΠΑ από το ένα μέρος και την έκπτωσή του από τον αντισυμβαλλόμενο στην ίδια φορολογική περίοδο εξαλείφοντας προβλήματα που δημιουργούνται από τον ετεροχρονισμό που υπάρχει σε αρκετές περιπτώσεις σήμερα και ιδιαίτερα αν μεσολαβεί αλλαγή χρήσης,
* την βελτίωση και επιτάχυνση διάφορων διαδικασιών όπως για παράδειγμα αυτών που άπτονται των λογαριασμών πληρωτέων και εισπρακτέων δεδομένης της ανάγκης για έγκαιρη λήψη και επεξεργασία των παραστατικών,
* την αυτοματοποίηση σε κάποιες διαδικασίες συμπεριλαμβανομένου και αυτών που έχουν να κάνουν με συμμόρφωση με τις φορολογικές υποχρεώσεις της κάθε εταιρίας μειώνοντας την πιθανότητα παραλείψεων, λαθών κ.λπ.
* την μεγαλύτερη δυνατότητα εσωτερικού ελέγχου από τις ίδιες τις εταιρίες.
Έτσι, και οι επιχειρήσεις οφείλουν να εξετάσουν, πέρα από το πώς θα συμμορφωθούν με τις νέες αυτές υποχρεώσεις, κάτι που είναι αυτονόητο, και το πώς οι υποχρεώσεις αυτές μπορούν να αποτελέσουν ευκαιρία για αλλαγές πού θα βελτιστοποιήσουν κάποιες πτυχές του επιχειρείν που σχετίζονται είτε άμεσα είτε έμμεσα με την ηλεκτρονική τιμολόγηση και την τήρηση των ηλεκτρονικών βιβλίων.

Ως εκ τούτου, οι εταιρίες θα μπορούσαν να πραγματοποιήσουν κατ’ αρχήν μια ανάλυση των συναλλαγών που διενεργούν για να διαπιστώσουν αν υπάρχουν ιδιαιτερότητες που επηρεάζουν την συμμόρφωσή τους με τις νέες επερχόμενες υποχρεώσεις αλλά και διερεύνηση πιθανών τρόπων επίλυσης αν ευρεθούν τέτοιες. Επίσης, αναφορικά με τη μεταβίβαση των δεδομένων στην πλατφόρμα mydata, οι επιχειρήσεις μπορούν να αναπτύξουν εσωτερικά σχετική εφαρμογή ακολουθώντας τις τεχνικές προδιαγραφές που έχουν δημοσιοποιηθεί ενώ στην περίπτωση που θα ακολουθήσουν την λύση που θα προταθεί από την εταιρία που τις υποστηρίζει όσον αφορά το λογιστικό πρόγραμμα που χρησιμοποιούν, αυτή ενδεχομένως να πρέπει να προσαρμοστεί στην κάθε εταιρία λαμβάνοντας υπόψη διάφορους παράγοντες και τυχόν ιδιαιτερότητες που αυτή έχει.
Επιπλέον, είναι δεδομένο ότι η τήρηση των υποχρεώσεων σχετικά με τα ηλεκτρονικά βιβλία θα επιφέρει αλλαγές στην λειτουργία των λογιστηρίων καθώς ενδεικτικά:
* κάποιες καταχωρήσεις στα ηλεκτρονικά βιβλία δεν θα γίνονται αυτόματα αλλά από τους ανθρώπους στο λογιστήριο της κάθε εταιρίας όπως προαναφέραμε,
* αναμένεται να υπάρχει συνεχής επικοινωνία με προμηθευτές προκειμένου να αποστέλλουν οι τελευταίοι έγκαιρα τα τιμολόγια για να καταχωρηθούν άμεσα στα βιβλία με βάση τα οποία θα συνεχίσουν να γίνονται οι φορολογικές δηλώσεις ώστε να μην υπάρχουν ή τουλάχιστον να περιοριστούν οι ασυμφωνίες με τα δεδομένα των ηλεκτρονικών βιβλίων (ειδικά εφόσον δεν προκριθεί η λύση της ηλεκτρονικής τιμολόγησης),
* σκόπιμο είναι να γίνονται εκ των προτέρων ελεγκτικές επαληθεύσεις ώστε να διασφαλιστεί ότι δεν θα υπάρχουν ασυμφωνίες των φορολογικών δηλώσεων με τα αντίστοιχα ποσά που θα απορρέουν από τα ηλεκτρονικά βιβλία,
* σε περίπτωση ύπαρξης ασυμφωνιών, θα πρέπει να υπάρχει διερεύνηση αυτών και επικοινωνία με την Φορολογική Αρχή για την δικαιολόγησή τους,
* είναι αναγκαίο να υπάρχει διαρκής παρακολούθηση και άμεση προσαρμογή στις σχετιζόμενες νομοθετικές αλλαγές που αναμένεται να λαμβάνουν χώρα παράλληλα με τις πιθανές λοιπές αλλαγές που, κρίνοντας με βάση τα τελευταία χρόνια, είναι αλλεπάλληλες, εκτεταμένες και σε κάποιες περιπτώσεις αμφίσημες.

Εν κατακλείδι, είναι προφανές ότι τα ανωτέρω μπορεί να οδηγήσουν στην απαίτηση για συνολική αναδιοργάνωση του τρόπου λειτουργίας των τμημάτων λογιστηρίου των εταιριών αλλά και άλλων συνεργαζόμενων με αυτά τμημάτων. Αν και μπορεί να επικρατεί η άποψη ότι αυξάνεται η πολυπλοκότητα παρακολούθησης των λογιστικών/φορολογικών υποχρεώσεων με την καθιέρωση των ηλεκτρονικών βιβλίων, τα προσδοκώμενα οφέλη είναι αρκετά και αξιόλογα τόσο για το κράτος όσο όμως και για τις ίδιες τις επιχειρήσεις αν γίνει σωστή εφαρμογή βάσει σχεδιασμού ενώ η χρήση της ηλεκτρονικής τιμολόγησης μπορεί να διευκολύνει σε μεγάλο βαθμό στο να επιτευχθούν τα προσδοκώμενα αποτελέσματα επ’ ωφελεία όλων.

Πηγή: capital.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου