Συνολικές προβολές σελίδας

Τρίτη 13 Απριλίου 2021

Τμηματική καταβολή δεδουλευμένης αναλογίας δώρου Χριστουγέννων και Πάσχα κάθε τέλος μήνα

 


Έρώτηση:
 

Επιτρέπεται η τμηματική καταβολή της δεδουλευμένης αναλογίας του δώρου Χριστουγέννων και Πάσχα κάθε τέλος μήνα, έπειτα από συμφωνία μεταξύ εργοδότη και εργαζομένου?

· Ασφαλιστικά θα υπάρχει έγγραφος όρος στην ατομική σύμβαση εργασίας πως συμφωνούν εργοδότης – εργαζόμενος.

Φορολογικά εφόσον είναι δεδουλευμένα στον ίδιο μήνα είναι δυνατόν να νοηθεί ως δάνειο και να τεθεί θέμα επιβολής χαρτοσήμου?

Απάντηση:

1. Δώρο Πάσχα-Χρόνος πληρωμής
Το Επίδομα -  Δώρο  Πάσχα  καταβάλλεται στους δικαιούχους τη Μεγάλη Τετάρτη. Νοείται βέβαια ότι δεν υπάρχει δέσμευση για τον εργοδότη να καταβάλει το  Δώρο  νωρίτερα από την παραπάνω ημερομηνία, η οποία αποτελεί και το μόνο ανώτερο χρονικό όριο καταβολής. Το Επίδομα -  Δώρο  Εορτών  Πάσχα  καταβάλλεται υποχρεωτικά σε χρήμα. Ο εργοδότης για να διασφαλίσει τις περιπτώσεις αποχώρησης των μισθωτών, έχει το δικαίωμα να μην καταβάλει ολόκληρο το  Δώρο , αλλά να παρακρατήσει ποσό που αντιστοιχεί στο διάστημα από Μεγάλη Τετάρτη έως 30/4. Ωστόσο υποχρεούται να καταβάλει το υπόλοιπο μέχρι 30 Απριλίου.

 2. Δώρο Χριστουγέννων-Χρόνος πληρωμής
Το Επίδομα -  Δώρο  Εορτών  Χριστουγέννων  καταβάλ­λεται στους δικαιούχους μέχρι την 21η Δεκεμβρίου. Νοείται βέβαια ότι δεν υπάρχει δέσμευση για τον εργοδότη να καταβάλει το  Δώρο  νωρίτερα από την παραπάνω ημερομηνία, η οποία αποτελεί και το μόνο ανώτερο χρονικό όριο καταβολής. Το Επίδομα -  Δώρο  Εορτών  Χριστουγέννων  καταβάλλεται υποχρεωτικά σε χρήμα. Ο εργοδότης, για να διασφαλίσει τις περιπτώσεις αποχώρησης των μισθωτών, έχει το δικαίωμα να μην καταβάλει ολόκληρο το  Δώρο , αλλά να παρακρατήσει ποσό που αντιστοιχεί στο διάστημα από 21/12 έως 31/12. Ωστόσο υποχρεούται να το καταβάλει το υπόλοιπο μέχρι 31 Δεκεμβρίου.

3. Σύμφωνα με το Λογιστικό Εγχειρίδιο με αριθμό 1098/2015 του Υπ. Οικονομικών, με θέμα «Λογιστική οδηγία εφαρμογής του Ν. 4308/2014 "Ελληνικά λογιστικά πρότυπα, συναφείς ρυθμίσεις και άλλες διατάξεις", ορίζεται μεταξύ των άλλων ότι: «17.1.1 Η παράγραφος 1 υιοθετεί τις θεμελιώδεις αρχές του δεδουλευμένου και της συνέχισης της δραστηριότητας για τη σύνταξη των χρηματοοικονομικών καταστάσεων. Ιδιαίτερα τονίζεται ότι η αρχή του δεδουλευμένου (accrualaccounting) εφαρμόζεται ανεξάρτητα από την κατηγορία τήρησης βιβλίων (απλογραφικά ή διπλογραφικά) ή την υποχρέωση σύνταξης ισολογισμού.

17.1.2 Η θεμελιώδης αρχή του δεδουλευμένου επιτάσσει την αναγνώριση των επιπτώσεων των συναλλαγών και γεγονότων της οντότητας και τη συμπερίληψή τους στις χρηματοοικονομικές καταστάσεις της στο χρόνο που προκύπτουν και όχι στο χρόνο που διακανονίζονται ταμειακά (εισπράττονται ή πληρώνονται)».

 

Περαιτέρω, από το με αριθμό πρωτ. Δ12Α 1054299 ΕΞ 26.3.2014 έγγραφο του Υπ. Οικονομικών (Έκπτωση ασφαλιστικών εισφορών από τα ακαθάριστα έσοδα της χρήσεως 2013 των ελευθέρων επαγγελματιών), προκύπτει ότι: «3. Σύμφωνα με την διοικητική και δικαστηριακή νομολογία, για την αναγνώριση μιας επαγγελματικής δαπάνης πρέπει να συντρέχουν αθροιστικά ορισμένες προϋποθέσεις όπως, η δαπάνη να προβλέπεται από διάταξη νόμου, να είναι βεβαία, δεδουλευμένη και εκκαθαρισμένη, πραγματική, παραγωγική, να προκύπτει από έγγραφα δικαιολογητικά, κλπ. και να έχει καταχωρηθεί στα βιβλία.

4. Στη φορολογία εισοδήματος ισχύει η βασική αρχή της αυτοτέλειας των χρήσεων, γι’ αυτό δεν αναγνωρίζονται προς έκπτωση στην τρέχουσα χρήση δαπάνες που αφορούν προηγούμενες ή επόμενες χρήσεις έστω και αν καλύπτονται με δικαιολογητικά της τρέχουσας χρήσης, καθόσον οι δαπάνες κατά κανόνα αναγνωρίζονται στην χρήση κατά την οποία καθίστανται δεδουλευμένες και εκκαθαρισμένες, ανεξάρτητα αν έχει καταβληθεί το αντίτιμό τους ή όχι…».

 

Σύμφωνα με το άρθρο 13 του Ν. 4172/2013 περί Κ.Φ.Ε., σχετικά με τις παροχές σε είδος, ορίζεται ότι: «1. Με την επιφύλαξη των διατάξεων των παραγράφων 2, 3, 4 και 5 οποιεσδήποτε παροχές σε είδος που λαμβάνει ένας εργαζόμενος ή συγγενικό πρόσωπο αυτού συνυπολογίζονται στο φορολογητέο εισόδημά του στην αγοραία αξία τους, εφόσον η συνολική αξία των παροχών σε είδος υπερβαίνει το ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ ανά φορολογικό έτος…

3. Οι παροχές σε είδος με τη μορφή δανείου, προς εργαζόμενο ή εταίρο ή μέτοχο από ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή νομική οντότητα περιβάλλονται τη μορφή έγγραφης συμφωνίας και αποτιμώνται με βάση το ποσό της διαφοράς που προκύπτει μεταξύ των τόκων που θα κατέβαλε ο εργαζόμενος στη διάρκεια του ημερολογιακού μήνα κατά τον οποίο έλαβε την παροχή, εάν το επιτόκιο υπολογισμού των τόκων ήταν το μέσο επιτόκιο αγοράς, του οποίου η μέθοδος υπολογισμού ορίζεται με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, κατά τον ίδιο μήνα και των τόκων που τυχόν κατέβαλε ο εργαζόμενος στη διάρκεια του εν λόγω ημερολογιακού μήνα. Σε περίπτωση που δεν υφίσταται έγγραφη συμφωνία δανείου, το σύνολο του αρχικού κεφαλαίου λογίζεται ως παροχή σε είδος. Η προκαταβολή μισθού άνω των τριών (3) μηνών θεωρείται δάνειο.».

 

Με βάση τα ανωτέρω και τα ερωτήματά σας, θεωρούμε ότι:

1.  Εφόσον δεν υπάρχει δέσμευση για τον εργοδότη να καταβάλει το  Δώρο  νωρίτερα από την συγκεκριμένη τελευταία ημερομηνία καταβολής, η οποία αποτελεί και μόνο το ανώτερο χρονικό όριο καταβολής, η δαπάνη είναι δεδουλευμένη και συνεπώς εκπίπτει κανονικά από τα ακαθάριστα έσοδα της επιχείρησης ως δεδουλευμένη κατά τον χρόνο έκπτωσης και σύμφωνη με τις διατάξεις του άρθρου 22 του Ν. 4172/2013 περί Κ.Φ.Ε.

2. Στην παρούσα περίπτωση  θα μπορούσε να ειπωθεί ότι  δεν υφίσταται προκαταβολή, αλλά καταβολή των δώρων σε συγκεκριμένα τακτά διαστήματα πριν την τελευταία νομικά αποδεκτή ημέρα καταβολής τους, συνεπώς κατά την άποψή μας δεν τίθεται θέμα δανείου προς τους εργαζομένους από την επιχείρηση.

Σε κάθε περίπτωση, ο έλεγχος δύναται να έχει διαφορετική άποψη και να θεωρήσει ότι υπάρχει καταβολή ποσών σε μορφή δανείου και να ισχύσουν οι προαναφερθείσες διατάξεις περί παροχής σε είδος.

Βέβαια, να σημειωθεί ότι, κατά την άποψη του Υπουργείου Εργασίας , δεν παρέχεται ασφάλεια δικαίου για τον εργαζόμενο  όταν γίνεται τμηματική καταβολή δώρων (Δώρο Χριστουγέννων και Δώρο Πάσχα) εντός του έτους, με το σκεπτικό ότι ο νομοθέτης αφενός καθορίζει τη   δήλη  ημέρα καταβολής των δώρων και αφετέρου  ορίζει  με βάση ποιες αποδοχές υπολογίζονται αυτά ( τα δώρα),  γεγονός που σημαίνει  ότι  αν προκαταβληθούν τμηματικά τα δώρα δεν θα υπάρχει η γνώση επί ποιων αποδοχών θα υπολογισθούν.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου