Συνολικές προβολές σελίδας

Σάββατο 9 Μαρτίου 2024

Πώς θα καλυφθεί το κενό της συνταξιοδοτικής αποταμίευσης

Στα πλαίσια της εκδήλωσης που ακολούθησε την ετήσια γενική συνέλευση της Ένωσης Ασφαλιστικών Εταιρειών Ελλάδος, συζητήθηκε το θέμα του ασφαλιστικού κενού προστασίας, με τον πρόεδρο της Ε.Α.Ε.Ε. Αλέξανδρο Σαρρηγεωργίου να σημειώνει πως «το θέμα απασχολεί ολόκληρη την Ευρώπη, αλλά στην Ελλάδα ξεκινούμε από πολύ χαμηλότερη βάση».

Ειδικότερα για το συνταξιοδοτικό ζήτημα παρατέθηκαν μερικά αξιοπρόσεκτα στοιχεία, όπως:

  • Ο μέσος Ευρωπαίος όταν συνταξιοδοτείται έχει κεφαλαιοποιητικό χρήμα για οκτώ μήνες, ο μέσος Δανός για 28 μήνες και ο μέσος Έλληνας μόνο για πέντε ημέρες.
  • Η μέση μικτή μηνιαία σύνταξη από το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης είναι 795 ευρώ και το 50% των συνταξιούχων λαμβάνει λιγότερο από χίλια ευρώ μηνιαίως.

Τοποθετούμενη στο συγκεκριμένο ζήτημα, η υπουργός Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης Δόμνα Μιχαηλίδου σημείωσε πως, ένα αμιγώς αναδιανεμητικό σύστημα δεν μπορεί να μας πάει πολύ μακριά και γι’ αυτό ιδρύσαμε το Τ.Ε.Κ.Α.. Θέλουμε να ενημερώσουμε τους νέους έτσι ώστε να εγγραφούν στον Τ.Ε.Κ.Α., αλλά και να αποκτήσουν αντίστοιχα προγράμματα ασφαλιστικών εταιρειών, συμπλήρωσε η υπουργός.

Το πρόβλημα είναι λίγο-πολύ γνωστό. Με δεδομένο ότι τα αποθεματικά της κοινωνικής ασφάλισης είναι ελάχιστα, η εγχώρια συνταξιοδοτική δαπάνη καλύπτεται σήμερα σχεδόν αποκλειστικά από τον κρατικό προϋπολογισμό (η Ελλάδα διαθέτει μεγαλύτερο ποσοστό του Α.Ε.Π. της σε σχέση με την Ευρώπη για το συγκεκριμένο θέμα) και από τις εισφορές εργαζομένων και εργοδοτών (οι οποίες είναι επίσης υψηλότερες από το μέσο ευρωπαϊκό όρο). Έτσι, με δεδομένο ότι λόγω του δημογραφικού ζητήματος η αναλογία εργαζομένων/συνταξιούχων θα επιδεινωθεί, σε βάθος χρόνου θα κληθούμε να μειώσουμε τις συντάξεις, εκτός εάν ο ρυθμός ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας ακολουθήσει ρυθμούς αλματώδους ανάπτυξης για μια μακρά σειρά ετών, πράγμα που φαντάζει πολύ δύσκολο, με βάση τις εκτιμήσεις των αναλυτών.

Τα πράγματα, όμως, γίνονται ακόμη χειρότερα αν συνεκτιμηθούν και άλλοι παράγοντες. Για παράδειγμα, αυτό που συμβαίνει με το ελάχιστο δυνατό ποσοστό ανεργίας. Πρόκειται για το άθροισμα της ανεργίας τριβής (χρόνος μετακίνησης από μια εργασία σε μια άλλη) και της διαρθρωτικής ανεργίας (αδυναμία εξεύρεσης εργασίας για συγκεκριμένες κατηγορίες ατόμων), το οποίο από το 5%-6% που εκτιμούσαμε κατά το παρελθόν φαίνεται να έχει εκτιναχθεί σήμερα στο 9%. Αποτέλεσμα αυτού είναι να χάνονται πολύ σημαντικοί πόροι από τα ασφαλιστικά ταμεία, οι οποίοι όπως φαίνεται θα συνεχίσουν να χάνονται και κατά τα επόμενα χρόνια. Έτσι εξηγείται το γιατί το ποσοστό ανεργίας στην Ελλάδα διατηρείται κοντά στο 10%, ενώ ταυτόχρονα η χώρα έχει ανάγκη αρκετών εκατοντάδων χιλιάδων θέσεων εργασίας σε κλάδους όπως ο αγροτικός, ο οικοδομικός, ο κατασκευαστικός και ο βιομηχανικός (η κυβέρνηση προσπαθεί να συνάψει διεθνείς συμφωνίες μήπως και μετριάσει το υφιστάμενο έλλειμμα εργατικών χεριών).

Μια δεύτερη δυσμενής εξέλιξη είναι οι επιπτώσεις από τη μακρά οικονομική κρίση της προηγούμενης δεκαετίας, μέρος των οποίων θα κληθούμε να αντιμετωπίσουμε στο μέλλον. Με βάση τα ισχύοντα σήμερα, προσφέρονται σχετικά ικανοποιητικές συντάξεις (άνω των χιλίων ευρώ μηνιαίως) σε μισθωτούς με σαράντα χρόνια ασφαλισμένης εργασίας, αλλά και σε ελεύθερους επαγγελματίες που έχουν σαράντα χρόνια ένσημα και παράλληλα έχουν επιλέξει τις δύο ανώτερες κλίμακες ασφάλισης. Πόσοι, όμως, κατά τα επόμενα χρόνια, θα ανήκουν στις δύο αυτές κατηγορίες συνταξιούχων, ή καλύτερα πόσοι πολλοί δεν θα ανήκουν σε αυτές;

Το πρώτο ανησυχητικό στοιχείο είναι πως οι περισσότεροι ελεύθεροι επαγγελματίες, ήδη από τα μέσα της προηγούμενης δεκαετίας έως σήμερα, είτε λόγω οικονομικής αδυναμίας, είτε (κακώς) εξ’ αιτίας της περιορισμένης εμπιστοσύνης στις προοπτικές του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης, έχουν επιλέξει τις χαμηλότερες κατηγορίες εισφορών, με αποτέλεσμα οι όποιες μελλοντικές τους συντάξεις να διαγράφονται πενιχρές, ακόμη και αν δεν έχουμε επιδείνωση του σημερινού καθεστώτος. Ακόμη χειρότερο διαγράφεται το συνταξιοδοτικό μέλλον για εκείνους τους συμπολίτες μας, οι οποίοι για διάφορους λόγους κατά τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια (π.χ. μακροχρόνια ανεργία, ημιαπασχόληση, μαύρη εργασία, εθελούσια αποχή από εργασία, κ.λπ.) έμειναν για μεγάλο χρονικό διάστημα είτε χωρίς ένσημα, είτε με πολύ λίγα ένσημα, οπότε η μελλοντική τους σύνταξη αναμένεται να κυμανθεί σε πολύ χαμηλά επίπεδα.

Ζητείται λύση

Η συνεχής ανάπτυξη της οικονομίας αποτελεί ζητούμενο, αλλά κανείς δεν μπορεί να τη θεωρήσει δεδομένη, ιδίως όταν προβλέπει σε βάθος δεκαετιών.

Έτσι, πέρα από τις φωνές για νέα αύξηση των ορίων ηλικίας, προτείνονται μέτρα όπως η αντιμετώπιση της εισφοροδιαφυγής, τα διάφορα κίνητρα που δίδονται για την συνέχιση του εργασιακού βίου των συνταξιούχων και για την επιστροφή Ελλήνων από το εξωτερικό, αλλά και οι όποιες κινήσεις για περισσότερο ευέλικτες μορφές εργασίας (π.χ. τηλεεργασία για μητέρες). Ωστόσο, το μόνο που μπορούν να κάνουν τα συγκεκριμένα μέτρα είναι να περιορίσουν το μέγεθος των απωλειών στα έσοδα των ασφαλιστικών ταμείων και όχι να αντιμετωπίσουν το ζήτημα.

Η ανάγκη της πρόσθετης αποταμίευσης κατά τη διάρκεια του εργασιακού βίου προκειμένου να χρηματοδοτηθεί μια «αξιοπρεπής» διαβίωση κατά την περίοδο της συνταξιοδότησης είναι προφανής. Εργαλεία όπως τα Ταμεία Επαγγελματικής Ασφάλισης, τα προγράμματα των εταιρειών της ιδιωτικής ασφάλισης, αλλά και άλλα προϊόντα μακροχρόνιας αποταμίευσης θα πρέπει να αναπτυχθούν σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό σε σχέση με σήμερα. Τα εργαλεία αυτά είναι ανταποδοτικά και δεν κινδυνεύουν από το δημογραφικό ζήτημα της χώρας.

Το πρόβλημα, ωστόσο, έγκειται στο ποιο ποσοστό των ελληνικών νοικοκυριών μπορεί σήμερα να αποταμιεύσει. Αν πιστέψουμε τις μηνιαίες έρευνες του Ι.Ο.Β.Ε. μόλις γύρω στο 13% με 20%. Επίσης, ένα μεγάλο τμήμα αυτού του 13%-20% εντάσσεται στην κατηγορία των πολιτών με σημαντικό πλούτο, άρα που δεν θα κληθούν να ζήσουν την τρίτη ηλικία τους με επώδυνες στερήσεις.

Τι θα γίνει, όμως, με το υπόλοιπο 80% των νοικοκυριών; Ακόμη και η οικονομία αναπτυχθεί κατά τα επόμενα χρόνια, ένα πολύ μεγάλο μέρος τους και πάλι δεν θα μπορεί να αποταμιεύει.

Οι επιλογές είναι λίγες: Από τη μια πλευρά καλούνται τα νοικοκυριά να αλλάξουν την καταναλωτική τους συμπεριφορά, βάζοντας σε ανώτερη αξιολόγηση την συνταξιοδοτική αποταμίευση από άλλες δαπάνες (μεταξύ των οποίων και τα τυχερά παιχνίδια, όπου δαπανώνται περίπου έξι δισ. ευρώ ετησίως) και δεύτερον να δοθούν φορολογικά κίνητρα προκειμένου να τονωθεί η μακροχρόνια και συνεπής αποταμίευση για ποσά που δεν θα λειτουργούν ως τρόπος φοροαποφυγής για τους εύπορους συμπολίτες μας.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου