Θα ξεκινήσουμε το σημερινό μας άρθρο με ένα στατιστικό στοιχείο και ένα ανέκδοτο, με σκοπό να επισημάνουμε ότι αντιλαμβανόμαστε το τί ισχύει στο εξωτερικό μας περιβάλλον και τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν τα περισσότερα νοικοκυριά προκειμένου να καταφέρουν να δημιουργήσουν ένα «κομπόδεμα».
Το στατιστικό στοιχείο προέρχεται από πρόσφατη Έρευνα Οικονομικής Συγκυρίας του Ι.Ο.Β.Ε., όπου σε σχετικό ερώτημα προς νοικοκυριά για την οικονομική τους κατάσταση απάντησαν: «Αποταμιεύω» 20%, «μόλις που τα βγάζω πέρα» 63%, «τρώω από τα έτοιμα» 8%, «είμαι χρεωμένος» 8%-9%. Άρα, λοιπόν, μόλις ένα στα πέντε νοικοκυριά καταφέρνει να αποταμιεύει στη χώρα μας αυτή την περίοδο.
Το ανέκδοτο σχετίζεται με την ιστορία ενός πτηνοτρόφου από ένα ορεινό χωριό της Λακωνίας, που αναλύει σε δημοσιογράφους απ’ όλο τον κόσμο το πώς κατάφερε να αποκτήσει εκατό εκατομμύρια δολάρια ξεκινώντας μόνο από δέκα κότες.
«Οι δέκα κότες γεννούσαν δέκα αυγά την ημέρα, που τα πουλούσα και από τα λεφτά που εισέπραττα αγόραζα κι’ άλλες κότες. Σε δύο χρόνια οι κότες μου είχαν φτάσει τις εκατό. Στη συνέχεια, από τα έσοδα των αυγών αγόραζα καλύτερης ράτσας κότες, που έκαναν μεγαλύτερα αυγά, τα οποία πουλούσα ακριβότερα. Από τα λεφτά που εισέπραττα αγόραζα κι’ άλλες κότες ανώτερης ράτσας. Μετά από δέκα χρόνια σκληρής δουλειάς και αιματηρών οικονομιών είχα καταφέρει να διαθέτω πεντακόσιες τέτοιες κότες. Και τότε κληρονόμησα εκατό εκατομμύρια δολάρια από το θείο μου τον Παναγιώτη στην Αμερική»…
Ας έρθουμε, όμως, στο θέμα μας. Στις Η.Π.Α. συνηθίζεται ένας νέος εργαζόμενος να αποταμιεύει από το 25ο ή από το 30ο έτος της ηλικίας του, προκειμένου να δημιουργήσει ένα επαρκές κεφάλαιο που θα το χρησιμοποιήσει κατά τη διάρκεια της συνταξιοδότησής του. Αλλά και σε χώρες όπως η Ελλάδα δεν λείπουν εκείνοι που -παρά τις δυσκολίες της καθημερινότητας- καταφέρνουν να αποταμιεύουν και να δημιουργούν με την πάροδο του χρόνου ένα «κομπόδεμα», που μπορεί μελλοντικά να χρησιμοποιηθεί για μια μεγάλη αγορά, για την ενίσχυση των παιδιών του ή έστω για «μια ώρα ανάγκης».
Τρεις καταλύτες
Παρά το γεγονός ότι η συγκέντρωση ενός σημαντικού ποσού δεν αποτελεί εύκολη υπόθεση, θα πρέπει να θεωρήσουμε ως πολύ σημαντικούς παράγοντες τους παρακάτω, έχοντας πάντα υπόψη μας τον Άλμπερτ Αϊνστάιν, που είχε χαρακτηρίσει τον ανατοκισμό ως το όγδοο θαύμα του κόσμου:
Πρώτον, αποτελεί πολύ σημαντική υπόθεση να ξεκινήσουμε την αποταμίευσή μας όχι από το μηδέν, αλλά από ένα αρχικό ποσό -μικρό έστω- που θα έχουν εξασφαλίσει άλλοι (π.χ. οι γονείς) για λογαριασμό μας.
Δεύτερον, έχει μεγάλη σημασία το πότε ξεκινούμε τη διαδικασία της αποταμίευσης, με τον κανόνα να λέει πως «όσο νωρίτερα, τόσο καλύτερα». Για παράδειγμα, αν κάποιος αποταμιεύσει 200 ευρώ το μήνα από το 25ο έως το 35ο της ηλικίας του, στα εξήντα του έτη θα έχει συγκεντρώσει πολύ υψηλότερο κεφάλαιο σε σύγκριση με κάποιον άλλον -επίσης στα εξήντα του έτη- που αποταμίευσε το ίδιο ακριβώς ποσό χρημάτων, αλλά το έπραξε μεταξύ του 35ου και του 45ου έτους της ηλικίας του. Αυτό θα γίνει εξ’ αιτίας του ότι το κεφάλαιο του πρώτου ατόμου θα τοκιστεί για πολύ περισσότερα χρόνια από το ίδιο κεφαλαιακό ποσό του δεύτερου.
Τρίτον, ιδιαίτερα σημαντικός παράγοντας για το ύψος του κεφαλαίου που θα συγκεντρωθεί αποτελεί η μέση ετήσια απόδοση που θα καταφέρουμε να επιτύχουμε. Αν, για παράδειγμα, κάποιος επιτύχει μέση ετήσια απόδοση 1%, τότε θα καταφέρει να διπλασιάσει το ποσό που κατέβαλε φέτος σε 72 χρόνια. Αν η ετήσια απόδοση ανεβεί στο 2%, ο διπλασιασμός του ποσού θα έρθει στα 36 χρόνια, με 3% στα 24% χρόνια, με 4% στα 18 έτη, με 5% (μια μέση ετήσια απόδοση εταιρικών ομολόγων αρκετά υψηλής πιστοληπτικής ικανότητας) στα 14 χρόνια και με 9% (όσο περίπου η μέση ετήσια απόδοση του Χρηματιστηρίου της Νέας Υόρκης κατά τον τελευταίο αιώνα) σε μόλις οκτώ χρόνια!
Άρα, λοιπόν, πέρα από το όποιο ενδεχόμενο αρχικό κεφάλαιο, πέρα από την ανάγκη έναρξης της αποταμίευσης από μικρή ηλικία, χρειάζεται και μια αρκετά ικανοποιητική μέση απόδοση, προκειμένου το τελικό ποσό που θα καρπωθούμε μετά από πολλά χρόνια να είναι μεγάλο. Το πρόβλημα, ωστόσο, έγκειται στο ότι όσο υψηλότερη είναι η μέση προσδοκώμενη ετήσια απόδοση (βλέπε π.χ. μετοχές στο 9%, εταιρικά ομόλογα στο 5%, κρατικά ομόλογα στο 3% και προθεσμιακές καταθέσεις στο 1%), τόσο μεγαλύτερο είναι και το επενδυτικό ρίσκο που αναλαμβάνει ο αποταμιευτής.
Πώς θα μπορούσε να αντιμετωπιστεί το συγκεκριμένο πρόβλημα;
Μέσα από τη συστηματική αποταμίευση (περιοδικές καταβολές), δηλαδή μέσα από την αποταμίευση ενός σταθερού ποσού κάθε μήνα ή κάθε τρεις μήνες, το οποίο θα τοποθετείται σε επενδύσεις υψηλότερου ρίσκου, όπως π.χ. σε έναν συνδυασμό μετοχών και ομολόγων. Και αυτό γιατί οι επενδύσεις περιοδικών καταβολών περιορίζουν δραστικά το ρίσκο, οδηγώντας τελικά μακροπρόθεσμα σε μια μέση ετήσια απόδοση χαμηλότερη από αυτή των μετοχών, αλλά με την παράλληλη ανάληψη πολύ μικρότερου κινδύνου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου